exoneración - ορισμός. Τι είναι το exoneración
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exoneración - ορισμός


exoneración      
sust. fem.
Acción y efecto de exonerar o exonerarse.
exoneración      
exoneración f. Acción de exonerar.
exoneración      
Sinónimos
sustantivo
2) exención: exención, dispensa, descargo, alivio, franquicia
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για exoneración
1. El ministro León Arslanián dispuso su exoneración de la fuerza.
2. Por su parte, la jurisprudencia ha fijado la responsabilidad de los administradores y la nulidad de las cláusulas de exoneración.
3. El ánimo del istmo es tal que considera pedir espacio para productos agrícolas que ahora están excluidos de los sistemas de exoneración vigentes.
4. El fiscal general, Abdul Rahman Saleh, indicó que la exoneración de Suharto, de 84 ańos, se debe a su delicado estado de salud.
5. "La primera exoneración basada en estos análisis se produjo en 1'8'. El problema es que, en muchos casos, si el acusado se ha declarado culpable con el fin de que le rebajen la pena, una vez que se presenta un recurso de apelación el juez puede decidir no admitir esas pruebas", explicó a este diario Eric Ferrero.Su organización lucha actualmente por la exoneración de 50 presos que están en el corredor de la muerte.
Τι είναι exoneración - ορισμός